Η πολιτική εξουσία απέκτησε πλέον, σύμφωνα με τον κ. Τσίκα, «ίσως όχι σε απόλυτο βαθμό ακόμα, τον έλεγχο του Στρατού, και οι στρατιωτικοί γύρισαν στους στρατώνες τους όπως πρέπει να συμβαίνει σε όλες τις δημοκρατικές χώρες. Για να φύγουν από τα χέρια του βαθέως κράτους και του κεμαλικού κατεστημένου ο στρατός, η Αστυνομία και ο κρατικός μηχανισμός, και να ελεγχθούν από τις εκλεγμένες κυβερνήσεις του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του κ. Ερντογάν, χρησιμοποιήθηκε η συμμαχία με τον Φετουλλάχ Γκιουλέν, του οποίου υποστηρικτές είχαν καταφέρει να διεισδύσουν σε πολλούς κρατικούς θύλακες» προσθέτει.
Έτσι αρχικά ο πρόεδρος Ερντογάν «στηρίχθηκε στους Γκιουλενιστές για την άνοδο του στην εξουσία και για να αντιμετωπίσει τους Κεμαλικούς. Όταν η συνεργασία αυτή έσπασε, έσπευσε να χρησιμοποιήσει τμήμα των Κεμαλικών παλιών αντιπάλων του, για να καταδιώξει τους Γκιουλενιστές ή όσους προσδιόριζε ο ίδιος ως τέτοιους, στο πλαίσιο των γνωστών επιδέξιων τακτικισμών του τούρκου πρόεδρου.
Στο "τσουνάμι" των διώξεων κατά των Γκιουλενιστών, που έχει εξελιχτεί πάντως σε έμμονη ιδέα για τον πρόεδρο Ερντογάν, έχουν διωχθεί, απολυθεί, φυλακιστεί χιλιάδες στρατιωτικοί, δικαστικοί, πανεπιστημιακοί, δημόσιοι υπάλληλοι, διανοούμενοι και άλλοι πολίτες. Κάποιοι, και χωρίς δικαστική απόφαση. Πολλοί έχουν αυτο-εξοριστεί στο εξωτερικό» μας θυμίζει ο κ. Τσίκας.
Η απόπειρα πραξικοπήματος απέτυχε. «Κι αυτό συνέβη» εξηγεί ο διεθνολόγος, «λόγω της νομιμοφροσύνης που έδειξε προς τον πρόεδρο Ερντογάν η ανώτατη ηγεσία του Στρατού, από μετριοπαθείς Κεμαλικούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο τότε αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων και σημερινός υπουργός Άμυνας, Χουλουσί Ακάρ. Για να επιτευχθεί η συνεργασία με κάποιους από τους Κεμαλικούς, αθωώθηκαν στα δικαστήρια πολλοί Κεμαλικοί στρατιωτικοί, αστυνομικοί και στελέχη μυστικών υπηρεσιών που είχαν συλληφθεί παλαιότερα για οργάνωση συνωμοσιών κατά της Δημοκρατίας, στις υποθέσεις της μυστικής οργάνωσης "Εργκένεκον" και της αποτυχημένης επιχείρησης "Βαριοπούλα. Να υπενθυμίσουμε ότι στο σενάριο αυτής της συνωμοσίας των σκληροπυρηνικών κεμαλικών προβλεπόταν και πολεμικό επεισόδιο με την Ελλάδα, ως αντιπερισπασμός για την κατάληψη της εξουσίας».
Άγνωστο το μέλλον σε Τουρκία και για ελληνοτουρκικά
Κι ενώ συνέβαιναν αυτά, ένα τμήμα σκληροπυρηνικών κεμαλικών, που «δεν έχουν συμβιβαστεί με την κυβέρνηση» όπως διευκρινίζει ο κ. Τσίκας, «έδειξαν την αντίδρασή τους με την γνωστή πρόσφατη διακήρυξη των 104 απόστρατων ναυάρχων. Σε αυτήν έσπευσαν να συμπαρασταθούν δημόσια κάποιοι κύκλοι ανώτατων δικαστικών και διπλωματών, στους οποίους υπάρχει ακόμα επιρροή του παλιού κεμαλικού κατεστημένου».
Ο κ. Ερντογάν χαρακτήρισε αυτήν την διακήρυξη ως απόπειρα πραξικοπήματος, τόσο «λόγω της μεταμεσονύχτιας δημοσιοποίησης της», όσο και «λόγω μιας αμφιλεγόμενης φράσης της η οποία μπορεί να ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως».
«Δεν γνωρίζουμε τι επιφυλάσσει το μέλλον» παραδέχεται ο κ. Τσίκας.
«Το συμφέρον της Ελλάδας είναι να έχει δίπλα της μια Τουρκία ειρηνική και δημοκρατική. Και σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να χρησιμοποιήσει κάθε μέσον που έχει στην διάθεση της. Εξομάλυνση των διμερών σχέσεων, ενίσχυση της συνεργασίας σε οικονομικό, εμπορικό, τουριστικό, πολιτιστικό τομέα, επίλυση των ελληνο-τουρκικών διαφορών μέσω διαπραγματεύσεων και του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Και ενθάρρυνση της ευρωπαϊκής προοπτικής της γειτονικής χώρας, φυσικά με όρους και προϋποθέσεις».